μειλιχιότητα

μειλιχιότητα
[милнхиотита] ουσ θ ласковость, нежность.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μειλιχιότητα" в других словарях:

  • μειλιχιότητα — η πραότητα, γλυκύτητα, ηπιότητα, ηρεμία: Η μειλιχιότητα του μοναχού ενέπνεε εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειλιχιότητα — η [μειλίχιος] 1. η ιδιότητα τού μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα 2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια …   Dictionary of Greek

  • μαλακότητα — η (AM μαλακότης, ητος) [μαλακός] 1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.) 2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα αρχ. 1. αδυναμία, ασθενικότητα 2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»